- ἠναντιωμένως
- ἠναντιωμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., ([etym.] ἐναντιόομαι)A in opposite ways,
διακεῖσθαι Phld.Mus.p.103
K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διακεῖσθαι Phld.Mus.p.103
K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηναντιωμένως — ἠναντιωμένως (Α) επίρρ. με αντίθετο, με ενάντιο τρόπο, εναντίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηναντιωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. εναντιούμαι] … Dictionary of Greek